μηδεμία

μηδεμία
μηδείς
not one
fem nom/voc sg
μηδεμίᾱ , μηδείς
not one
fem nom/voc/acc dual
μηδείς
not one
neut nom/voc/acc pl
μηδεμίᾱ , μηδείς
not one
fem nom/voc/acc dual
μηδεμίᾱ , μηδείς
not one
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μηδεμίᾳ — μηδεμίαι , μηδείς not one fem nom/voc pl μηδεμίαι , μηδείς not one fem nom/voc pl μηδεμίᾱͅ , μηδείς not one fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηδεμιᾷ — μηδείς not one fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηδείς — μηδεμία, μηδέν, θηλ. και μηδεμιά (ΑΜ μηδείς, μηδεμία, μηδέν, Α και μηθείς, μηθεμία, μηθέν, αιολ. θηλ. μήδεϊα και μηδεΐα, Μ αρσ. και μηδένας) (αόρ. αντων.) 1. ούτε ένας, κανένας 2. φρ. α) «μηδένα πρὸ τοῡ τέλους μακάριζε» (λόγοι τού Σόλωνος προς… …   Dictionary of Greek

  • μηδεμίας — μηδεμίᾱς , μηδείς not one fem acc pl μηδεμίᾱς , μηδείς not one fem acc pl μηδεμίᾱς , μηδείς not one fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηδεμιᾶι — μηδεμιᾷ , μηδείς not one fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιεικής — ές (AM ἐπιεικής, ές) συγκαταβατικός, ήπιος στην κρίση του, μετριοπαθής αρχ. μσν. 1. πράος, αγαθός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιεικές α) επιείκεια, συγκαταβατικότητα β) αγαθότητα αρχ. 1. αρμόδιος, κατάλληλος («τύμβον δ’ οὐ μάλα πολλόν... ἀλλ’ ἐπιεικέα …   Dictionary of Greek

  • κοιταίος — κοιταῑος, αία, ον (AM) [κοίτη] το ουδ. ως ουσ. τὸ κοιταῑον (για θηρία) κοίτη, φωλιά άγριων ζώων, κρύπτη αρχ. 1. ξαπλωμένος στο κρεβάτι 2. φρ. α) «κοιταῑος γίγνομαι» i) διανυκτερεύω, περνώ τη νύχτα, ξενυχτώ φ68 («μηδένα Ἀθηναίων μηδεμιᾷ παρευρέσει …   Dictionary of Greek

  • φθάνω — ΝΜΑ, και φτάνω Ν, και φθάζω ΜΑ 1. (για πρόσ. και πράγμ.) καταλήγω εκεί όπου κατευθύνομαι, έρχομαι κάπου (α. «τί ώρα θα φτάσουμε στο νησί;» β. «μέχρι εδώ φτάνει η μυρουδιά τών λουλουδιών» γ. «φθάσε σήμερον γοργὸν νὰ πᾷς στὸν μύλον», Πρόδρ. δ.… …   Dictionary of Greek

  • μηδεμίαν — μηδείς not one fem acc sg μηδεμίᾱν , μηδείς not one fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • (s)ker-4, (s)kerǝ-, (s)krē- —     (s)ker 4, (s)kerǝ , (s)krē     English meaning: to cut     Deutsche Übersetzung: ‘schneiden”     Material: I. A. O.Ind. ava , apa skara “Exkremente (Ausscheidung)”; kr̥ṇüti, kr̥ṇōti “verletzt, slays “ (lex.), utkīrṇ a “ausgeschnitten,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”